Εκούσια αναγνώριση τέκνου: Μπορείτε να τη προσβάλλετε;
Μ
Η πατρότητα του τέκνου δύναται να θεμελιωθεί στην αναγνώριση αυτού από τον πατέρα, εφόσον το παιδί δεν καλύπτεται από το τεκμήριο καταγωγής από γάμο, είτε γιατί δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του, είτε γιατί το τεκμήριο ανατράπηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Ως εκούσια αναγνώριση ορίζεται η δήλωση βούλησης του πατέρα, με την οποία αυτός αναγνωρίζει την πατρότητά του και αποδέχεται τις συνδεδεμένες με αυτήν έννομες συνέπειες[1].
Σύμφωνα δε με το άρθρο 1475 του ΑΚ: «Ο πατέρας μπορεί να αναγνωρίσει ως δικό του το τέκνο που γεννήθηκε χωρίς γάμο, εφόσον συναινεί σ` αυτό και η μητέρα. Αν η μητέρα έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση γίνεται με μόνη τη δήλωση του πατέρα. Η συμβολαιογραφική Συναίνεση του άνδρα σε τεχνητή γονιμοποίηση, που προβλέπεται στο άρθρο 1456 § 1 εδ. β, επέχει θέση εκούσιας αναγνώρισης. Η αντίστοιχη Συναίνεση της γυναίκας ισχύει και ως συναίνεσή της στην εκούσια αναγνώριση. Αν ο πατέρας έχει πεθάνει ή δεν έχει δικαιοπρακτική ικανότητα, η αναγνώριση μπορεί να γίνει από τον παππού ή τη γιαγιά της πατρικής γραμμής. Αν το τέκνο έχει πεθάνει, η αναγνώριση ενεργεί υπέρ των κατιόντων του». Η αναγνώριση από τον πατέρα ή τους γονείς του γίνεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου ή με διαθήκη. Η συναίνεση της μητέρας, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, παρέχεται με δήλωση ενώπιον συμβολαιογράφου. Οι δηλώσεις της αναγνώρισης και της Συναίνεσης γίνονται αυτοπροσώπως και χωρίς αίρεση ή προθεσμία. Η δε ανάκληση των δηλώσεων είναι ανίσχυρη (ΑΚ 1476).
Επίσης στο άρθρο 1477 του ΑΚ, που αφορά την προσβολή της αναγνώρισης, ορίζεται ότι: « Το τέκνο και, σε περίπτωση θανάτου του, οι κατιόντες του δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας. Το δικαίωμα αυτό ανήκει επίσης, στην περίπτωση όπου η μητέρα κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, στον καθένα από τους γονείς της και, στην περίπτωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 1475, στον παππού ή τη γιαγιά που δεν είχε προβεί στην αναγνώριση». Μάλιστα στο άρθρο 1478 του ΑΚ τίθεται προθεσμία για την προσβολή, ήτοι η προσβολή της αναγνώρισης αποκλείεται, αν περάσουν τρεις μήνες αφότου πληροφορήθηκε την αναγνώριση αυτός που την προσβάλλει. Η προσβολή αποκλείεται σε κάθε περίπτωση, αν περάσουν δύο χρόνια από την αναγνώριση ή, προκειμένου για προσβολή από τέκνο που κατά την αναγνώριση ήταν ανήλικο, δύο χρόνια από την ενηλικίωσή του. Η προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης αποκλείεται στην περίπτωση που προβλέπεται από το άρθρο 1475 § 2.
Με βάση τα ανωτέρω, ανακύπτει το ερώτημα αν είναι δυνατόν να αιτηθεί την ακύρωση της εκούσιας αναγνώρισης ο πατέρας που προέβη εκουσίως σε αυτή την πράξη και εάν όχι τότε ποιες άλλες δυνατότητες έχει. Απάντηση στον εν λόγω προβληματισμό δίδεται με την υπ’ αριθμ. 327/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ρόδου, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των νομιμοποιούμενων προσώπων δεν συμπεριλαμβάνεται ο αναγνωρίσας εκουσίως ανήλικο τέκνο. Ειδικότερα:
Α. Νομικό πλαίσιο:
Όπως ορίζεται και στο σκεπτικό της ως άνω απόφασης, με τη διάταξη του άρθρου 1477 Α.Κ εισάγεται μία ειδική δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης εκ μέρους ορισμένων προσώπων, ήτοι του τέκνου και υπό προϋποθέσεις των κατιόντων αυτού, του παππού ή της γιαγιάς της μητρικής ή, σε άλλη περίπτωση, της πατρικής γραμμής, εναντίον εκείνων που συνέπραξαν στην εκούσια αναγνώριση ή των κληρονόμων τους, με την οποία επιδιώκεται η ανατροπή της αναγνώρισης μόνον «για το λόγο ότι αυτός που δηλώθηκε ως πατέρας δεν είναι πραγματικά πατέρας» (αρ. 1477 παρ. 1 Α.Κ) και όχι για άλλο λόγο (π.χ. διότι αυτή δεν ανταποκρίνεται προς το περιουσιακό ή ηθικό συμφέρον του τέκνου). Η δυνατότητα αυτή αποτελεί δικαίωμα που ασκείται με αγωγή μέσα στις ειδικές προθεσμίες της διάταξης του άρθρου 1478 Α.Κ, κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπεται στις διατάξεις του Κ.Πολ.Δ. Ειδικότερα, όσον αφορά στους φορείς του δικαιώματος προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, κατ` άρθρο 1477 Α.Κ, αυτοί είναι, κατ` αποκλειστική απαρίθμηση, οι εξής: α) το τέκνο και σε περίπτωση θανάτου του ή (κατ` αναλογία) κηρύξεως του σε αφάνεια, οι κατιόντες αυτού, β) καθένας από τους γονείς της μητέρας, στην περίπτωση όπου αυτή κατά την αναγνώριση είχε πεθάνει ή (αναλογικώς) κηρυχθεί σε αφάνεια ή δεν είχε δικαιοπρακτική ικανότητα, όπως απαιτείται κατ` άρθρο 1477 παρ. 1 εδ. α` Α.Κ (στην περίπτωση αυτή η δήλωση έχει γίνει με μόνη την αναγνώριση του πατέρα κατ` άρθρο 1475 παρ. 1 εδ. β` Α.Κ ή κάποιου από τους γονείς αυτού κατ` άρθρο 1475 παρ. 2 Α.Κ) και γ) εκείνος από τους γονείς του πατέρα που είχε αρνηθεί να προβεί στην αναγνώριση στην περίπτωση που σ` αυτήν είχε προβεί, λόγω θανάτου ή κήρυξης σε αφάνεια ή ανικανότητας για δικαιοπραξία του πατέρα, ο άλλος από τους δύο γονείς, κατ` άρθρο 1475 παρ. 2 Α.Κ.
Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο κύκλος των προσώπων αυτών είναι αρκετά περιορισμένος εν σχέσει με το προηγούμενο δίκαιο, κατά το οποίο, το ως άνω δικαίωμα είχαν η μητέρα, το τέκνο ή οι κληρονόμοι αυτού, καθώς και καθένας που είχε έννομο συμφέρον (υλικό ή ηθικό), δηλαδή κυρίως ο ίδιος ο αναγνωρίσας επικαλούμενος την αναλήθεια της πατρότητας, ο πραγματικός (φυσικός) πατέρας του τέκνου, καθώς και οποιοσδήποτε ανιών ή άλλος συγγενής του αναγνωρίσαντος. Τα πρόσωπα αυτά δεν είναι πλέον, βάσει της νέας ρύθμισης, φορείς του δικαιώματος προσβολής της αναγνώρισης. Σκοπός του δραματικού αυτού περιορισμού των προσώπων που έχουν το δικαίωμα προσβολής της αναγνώρισης, κατ` άρθρο 1477 Α.Κ είναι η ανάγκη περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ιδίως προστασίας του τέκνου από αγωγές που αποβλέπουν σε ιδιοτελείς σκοπούς (όπως λ.χ. κληρονόμων). Ωστόσο, ο νομοθετικός αυτός σκοπός έρχεται σε σύγκρουση με την ιδέα της βιολογικής αλήθειας, την οποία και παραμερίζει. Για το λόγο αυτό αναζητήθηκαν και υποστηρίχθηκαν νομολογιακά δύο μεθοδολογικές κατευθύνσεις. Η πρώτη κατεύθυνση είναι αυτή της άσκησης αναγνωριστικής αγωγής περί ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, κατ` άρθρο 70 Κ.Πολ.Δ, με αίτημα την αναγνώριση της ακυρότητας της εκούσιας αναγνώρισης, από όποιον έχει έννομο συμφέρον, για το λόγο που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 1477 παρ. 1 Α.Κ (βλ. αρθ. 614 παρ. 1 περ. ε` Κ.Πολ.Δ). Ωστόσο, η δυνατότητα αυτή είναι καθαρά δικονομική και ως τέτοια προϋποθέτει τη θεμελίωση της ακυρότητας στους κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και ειδικότερα στις απαγορευτικές διατάξεις που εμπίπτουν στην έννοια της διάταξης του άρθρου 174 Α.Κ, όπως είναι οι διατάξεις των άρθρων 281 Α.Κ, 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, όσον αφορά στην εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ πρέπει να αναφερθεί ότι στην πραγματικότητα η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας, δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος του αναγνωρίσαντος, αφού ο τελευταίος ενήργησε έξω από τα πλαίσια οποιουδήποτε δικαιώματος, δηλαδή αυθαίρετα. Επομένως, οι προϋποθέσεις για ευθεία εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ δεν συντρέχουν.
Συντρέχουν όμως οι προϋποθέσεις για αναλογική εφαρμογή της διάταξης αυτής και μάλιστα για δύο λόγους. Πρώτον, διότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στην βιολογική αλήθεια αποτελεί όχι κατάχρηση δικαιώματος αλλά κατάχρηση απλής δυνατότητας (φυσικής ευχέρειας), δηλαδή της δυνατότητας του προσώπου να ενεργεί ελεύθερα μέσα στα πλαίσια της έννομης τάξης, αφού ο αναγνωρίσας προβαίνοντας στην αναγνώριση, ενήργησε μεν ελεύθερα ασκώντας έννομη δυνατότητα του, αλλά κατά κατάχρηση της δυνατότητας αυτής. Και δεύτερον, διότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια αποτελεί και κατάχρηση θεσμού, ήτοι του θεσμού της πατρότητας και κατά συνέπεια και του θεσμού της οικογένειας, που προστατεύεται μάλιστα και συνταγματικά (αρθ. 21 παρ. 1 Σ). Κατ` αναλογική εφαρμογή του άρθρου 281 Α.Κ η κατάχρηση θεσμού απαγορεύεται, εάν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός σκοπός του θεσμού. Έννομη συνέπεια της κατάχρησης, τόσο της απλής δυνατότητας όσο και του θεσμού της πατρότητας, είναι ότι η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας, είναι, ως δικαιοπραξία που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη νόμου, άκυρη. Αλλά η εκούσια αναγνώριση που έγινε χωρίς ο αναγνωρίσας να είναι πραγματικός πατέρας αντίκειται επίσης και στα άρθρα 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγματος, που αποτελούν επίσης απαγορευτικές διατάξεις κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 174 Α.Κ, από την άποψη ότι απαγορεύουν την μέσω δικαιοπραξίας προσβολή της αξίας του ανθρώπου και της προσωπικότητας του, διότι πράγματι η αντίθετη προς τη βιολογική αλήθεια θεμελίωση νομικής σχέσης πατρότητας αποτελεί προσβολή της προσωπικότητας του μη συμπράξαντος στην αναγνώριση ανδρός και εμφανιζόμενου σε οικογενειακή κατάσταση διαφορετική από εκείνη στην οποία πράγματι βρίσκεται. Έννομη συνέπεια της αντίθεσης αυτής της εκούσιας αναγνώρισης προς τις εν λόγω συνταγματικές απαγορευτικές διατάξεις είναι και εδώ η ακυρότητα της εκούσιας αναγνώρισης κατ` άρθρο 174 ΑΚ. Υπό τις συνθήκες αυτές εμφανίζεται τώρα και ένας νέος πρόσθετος λόγος ακυρότητας: Η αντίθεση της εκούσιας αναγνώρισης, που έγινε χωρίς να ανταποκρίνεται στη βιολογική αλήθεια, προς τους απαγορευτικούς κανόνες τόσο του άρθρου 281 Α.Κ όσο και των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 Σ είναι τόσο ισχυρή, ώστε δεν αποκλείεται ανάλογα με τις συνθήκες της περίπτωσης και ιδίως τον σκοπό και τα ελατήρια του αναγνωρίσαντος να συνιστά ταυτόχρονα και αντίθεση προς τα χρηστά ήθη, με αποτέλεσμα η εκούσια αναγνώριση να είναι τότε άκυρη και κατ` άρθρο 178 Α.Κ.
Η δεύτερη κατεύθυνση είναι αυτή της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1477 Α.Κ, προς το σκοπό επίσης διεύρυνσης του κύκλου των προσώπων που θα δικαιούνται να προσβάλουν την εκούσια αναγνώριση. Και στις δύο ως άνω περιπτώσεις, ήτοι της αντίθεσης της εκούσιας αναγνώρισης σε απαγορευτικούς κανόνες του ουσιαστικού δικαίου και στην άσκηση για το λόγο αυτό αναγνωριστικής της ακυρότητας αγωγή όσο και της αναλογικής εφαρμογής του άρθρου 1477 Α.Κ, μεταξύ των προσώπων που εμπίπτουν στο διευρυμένο κύκλο είναι και ο αναγνωρίσας πατέρας, εφόσον όμως δεν συνέπραξε στην αναγνώριση λόγω αφάνειας ή ελλείψεως δικαιοπρακτικής ικανότητας (βλ. αρθ. 1474 παρ. 2 Α.Κ), ανεφάνη όμως ή ανέκτησε τη δικαιοπρακτική ικανότητα του μετά την αναγνώριση (Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου ΕρμΑΚ, τομ. VII, Οικογενειακό Δίκαιο, αρθ. 1477 – 1478, σελ. 616 επ., Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΝΟΜΑΚ, τομ. Δ`, Οικογενειακό Δίκαιο, αρ. 1477, σελ. 650 επ.). Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με όλα τα παραπάνω, κατά το νέο δίκαιο, ο αναγνωρίσας ανήλικο τέκνο ως δικό του, μπορεί να ζητήσει την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης ή την αναγνώριση της ακυρότητας αυτής, μόνο εφόσον ο ίδιος δεν συνέπραξε κατά την παραπάνω αναγνώριση και τούτο διότι ο νόμος θεωρεί και σταθμίζει ως σημαντικότερη στην προκειμένη περίπτωση, την ανάγκη περιφρούρησης της οικογενειακής γαλήνης και ιδίως προστασίας του τέκνου από αγωγές. Άλλωστε, τυχόν αντίθετη παραδοχή θα αντίκειτο ευθέως στη γενική αρχή του δικαίου «non venire contra factum proprium». Περαιτέρω, ο ως άνω ειδικός λόγος προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης, που μπορεί να προβληθεί κατά τους παραπάνω προαναφερθέντες τρόπους, πρέπει να διακριθεί σαφώς από τη γενική δυνατότητα προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης λόγω ελαττωμάτων της βούλησης, βάσει των κοινών διατάξεων. Στην περίπτωση αυτή το δικαίωμα δικαστικής διάπλασης θεμελιώνεται σε ελάττωμα της βούλησης και ασκείται από τον πλανηθέντα, απατηθέντα ή απειληθέντα ή τους κληρονόμους τους (αρθ. 154 Α.Κ) κατά του τέκνου, μέσα στις προθεσμίες του άρθρου 157 Α.Κ, η δε σχετική απόφαση ως κοινή διαπλαστική απόφαση παράγει δεδικασμένο μεταξύ των διαδίκων και διαπλαστική ενέργεια έναντι παντός. Συνεπώς, με βάση τα παραπάνω, η μοναδική περίπτωση που ο αναγνωρίσας πατέρας, ο οποίος προέβη ο ίδιος εκουσίως σε δήλωση αναγνώρισης τέκνου ως δικού του, μπορεί να ζητήσει την ακύρωση της αναγνώρισης αυτής, είναι να προσβάλλει την αναγνώριση λόγω ελαττωμάτων της βούλησης του (πλάνης, απάτης ή απειλής), οπότε το δικαίωμα ακύρωσης υπόκειται και στους χρονικούς περιορισμούς του άρθρου 157 Α.Κ και όχι του άρθρου 1478 Α.Κ. Τέλος, η δήλωση περί εκούσιας αναγνώρισης έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και συνεπώς δεν υπόκειται σε ανάκληση, είτε μονομερή είτε συμβατική. Τυχόν γενόμενη ανάκληση είναι, ρητώς κατ` άρθρο 1476 εδ. δ` Α.Κ «ανίσχυρη», δηλαδή άκυρη (βλ. Απ. Γεωργιάδη – Μ. Σταθόπουλου, ό.π., αρθ. 1476, σελ. 610).
Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 1463 Α.Κ η συγγένεια του προσώπου με τη μητέρα του και τους συγγενείς του ιδρύεται με μόνη τη γέννηση, ενώ η συγγένεια με τον πατέρα και τους συγγενείς του συνάγεται από το γάμο της μητέρας του με τον πατέρα ή ιδρύεται με την αναγνώριση, εκούσια ή δικαστική.
Συνεπώς, ο μοναδικός λόγος να ανατραπεί η συγγένεια μεταξύ του τέκνου και του πατέρα του, είτε του τεκμαιρόμενου ως τέτοιου λόγω του γάμου του με τη μητέρα του, είτε αυτού που το αναγνώρισε ως τέκνο του εκουσίως, είναι στη μεν πρώτη περίπτωση η άσκηση αγωγής προσβολής πατρότητας, στη δε δεύτερη περίπτωση η άσκηση αγωγής είτε προσβολής της εκούσιας αναγνώρισης είτε αναγνωριστικής της ακυρότητας αυτής. Προκειμένου περί αναγνωριστικών αγωγών, με τις οποίες επιδιώκεται η αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης σχέσης γονέως και τέκνου (αρθ. 614 παρ. 1 περ. γ και 619 παρ. 3 Κ.Πολ.Δ), νομιμοποιείται ενεργητικώς προς άσκηση αυτών, σύμφωνα με τον κανόνα του άρθρου 70 Κ.Πολ.Δ που διέπει τη νομιμοποίηση επί αναγνωριστικών αγωγών, καθένας που έχει έννομο συμφέρον. Έννομο συμφέρον έχουν προεχόντως οι γονείς και το τέκνο, δεν αποκλείεται όμως η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος και σε κάποιον τρίτο. Στην περίπτωση που ο ίδιος ο πατέρας ασκεί την εν λόγω αγωγή, ζητώντας να αναγνωριστεί η ανυπαρξία της σχέσης γονέως και τέκνου (αρνητική αναγνωριστική αγωγή), η οποία στην ουσία στόχο έχει την ανατροπή της συγγένειας μεταξύ αυτού και του «τέκνου του», δεν μπορεί να έχει ως ουσιαστική βάση παρά μόνο την ανατροπή του τεκμηρίου της πατρότητας του τέκνου που γεννήθηκε από γυναίκα με την οποία ο ίδιος ήταν παντρεμένος κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα της σύλληψης του τέκνου ή την προσβολή της εκούσιας ή δικαστικής αναγνώρισης του τέκνου, κατά τις ειδικές ρυθμίσεις των σχετικών άρθρων του Αστικού Κώδικα και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Συνεπώς, αν για οποιονδήποτε λόγο ο ίδιος δεν μπορεί να ασκήσει κάποια από τις παραπάνω αγωγές (π.χ. λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης), τότε η άσκηση αγωγής από αυτόν περί αναγνώρισης της ανυπαρξίας σχέσης γονέως και τέκνου είναι άνευ αντικειμένου και απορριπτέα λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, διότι δεν έχει προηγουμένως ανατρέψει τη συγγένεια, εκτός αν επικαλείται με την αγωγή αυτή ότι προηγουμένως έχει ανατραπεί με άλλον τρόπο η ιδρυθείσα, κατ` άρθρο 1463 Α.Κ συγγένεια μεταξύ αυτού και του τέκνου, όπως π.χ. όταν κάποιος άλλος, πλην αυτού (τέκνο), έχει προσβάλει επιτυχώς την εκούσια αναγνώριση ή έχει ανατρέψει το τεκμήριο του τέκνου γεννημένου σε γάμο.
Β. Συμπεράσματα:
Εκ των ανωτέρω τιθεμένων προκύπτει το εξής συμπέρασμα ως προς τις δυνατότητες του εκουσίως αναγνωρίσαντος ανήλικο τέκνο: Η αγωγή κατά το μέρος που στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 1477 Α.Κ για την προσβολή της πατρότητας, θα απορριφθεί λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης εφόσον ασκηθεί από τον εκουσίως αναγνωρίσαντα, καθόσον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, ο αναγνωρίσας εκουσίως ανήλικο τέκνο ως δικό του, δεν συμπεριλαμβάνεται στα πρόσωπα εκείνα, που κατ` αποκλειστική απαρίθμηση αναφέρονται στο άρθρο 1477 Α.Κ και συνεπώς αυτός ΔΕΝ δικαιούται να ζητήσει την προσβολή της εκούσιας αναγνώρισης.
Επίσης αγωγή για προσβολή πατρότητας ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 70 Κ.Πολ.Δ, 174, 178, 281 Α.Κ και 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, μπορεί και νομιμοποιείται να ασκήσει ο αναγνωρίσας πατέρας, εφόσον όμως δεν συνέπραξε στην αναγνώριση λόγω αφάνειας ή έλλειψης δικαιοπρακτικής ικανότητας (βλ. αρθ. 1474 παρ. 2 Α.Κ), ανεφάνη όμως ή ανέκτησε τη δικαιοπρακτική ικανότητα του μετά την αναγνώριση.
Τέλος ο εκουσίως αναγνωρίσας το ανήλικο τέκνο δύναται να ασκήσει αγωγή αιτούμενος την αναγνώριση της ακύρωσης της πατρότητας εφόσον αυτή (η αγωγή) στηριχθεί σε περιστατικό από το οποίο να προκύπτει ότι προέβη στην ως άνω δήλωση εκούσιας αναγνώρισης, λόγω πλάνης, απάτης ή απειλής.
Κατερίνα Σκλαβουνάκη
Δικηγόρος
[1] Βλπ. Θανάση Κ. Παπαχρίστου, Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, 3η έκδοση, σελ. 279 επ.